Η επαφή µου µε τα Mac ξεκινά κάπου το 2000 µε ένα G3, όταν βέβαια τα προϊόντα της Apple δεν ήταν τόσο διαδεδοµένα και ειδικά στη χώρα µας.

Οι υπολογιστές της ωστόσο ήταν ήδη γνωστοί µεταξύ των επαγγελµατιών για τη σταθερότητα του λειτουργικού τους συστήµατος. Σε αυτό το G3, εκτός από την επεξεργασία της µουσικής, έκανα και την πρώτη µου απόπειρα να φτιάξω µόνος µου ένα βίντεο κλιπ. Είναι του τραγουδιού «Αυτός ο χειµώνας» και το βίντεο υπάρχει στο YouTube. 

Μερικά χρόνια αργότερα, κάπου το 2008, όταν είδα για πρώτη φορά την απόκριση της οθόνης αφής ενός iPod touch, κατάλαβα ότι το κινητό τηλέφωνο µε οθόνη αφής και γραφίδα που χρησιµοποιούσα µέχρι τότε ανήκε πια σε άλλη εποχή. Από εκεί και πέρα στράφηκα στο iPhone και συνεχίζω µέχρι σήµερα, έχοντας πια όλη την ηµέρα στα χέρια µου ένα iPhone 6 Plus.

Το iPad, δε, πάνω στη σκηνή είναι για µένα το απόλυτο εργαλείο. Χρησιµοποιώ µόλις µια εφαρµογή και έχω µπροστά µου παρτιτούρες, στίχους και ακόρντα. Ταυτόχρονα, από κάτω τρέχει η κονσόλα µου, της Mackie, η οποία επίσης λειτουργεί µέσω iPad. Παράλληλα, σε ένα δεύτερο iPad έχω όλα τα loops και backtracks που χρειάζονται σε ένα live. Έτσι η σκηνική µου παρουσία βασίζεται στις συσκευές της Apple, την οποία παρακολουθώ αρκετά χρόνια.

Από το 2010 και µετά, τα iMac και τα MacBook Pro έχουν πάρει τη θέση όλων των άλλων υπολογιστών µέσα στο σπίτι, προσφέροντάς µου παράλληλα τη δυνατότητα να επεξεργαστώ σε αυτά τη µουσική µου. Ανήκω σε µια γενιά µουσικών που ζήσαµε την ανάπτυξη των ψηφιακών µέσων, από το MIDI µέχρι τη συνολική ψηφιακή παραγωγή και διάθεση των τραγουδιών µας. Έχοντας ακούσει ατέλειωτες ώρες µουσικής από δίσκους βινυλίου, οφείλω να πω πως όταν αργότερα τα ίδια µουσικά άλµπουµ τα απέκτησα και σε CD, άκουσα για πρώτη φορά ήχους που δεν µπορούσα να ακούσω στο βινύλιο. Η άποψη ότι το βινύλιο έχει καλύτερο ήχο από ένα CD είναι κάπως ροµαντική. Θα έλεγα ότι προκύπτει από ένα παιχνίδι του µυαλού και ίσως γιατί σε πολλούς το βινύλιο ξυπνά και άλλες αναµνήσεις, από τα νεανικά τους χρόνια. Μια καλή ψηφιοποίηση και αποψηφιοποίηση στην αναπαραγωγή είναι ό,τι καλύτερο µπορούν να ακούσουν τα αυτιά µας.

Βέβαια, στις µέρες µας έχει υποτιµηθεί η µουσική και αυτός που τη δηµιουργεί. Η έλευση του CD και η ψηφιοποίηση, µε την ανεξέλεγκτη πειρατική διανοµή µέσω του Internet, στέρησε από τους δηµιουργούς σε µεγάλο βαθµό τη δυνατότητα να πληρώνονται για το έργο τους. Πλέον, θα ήταν σκόπιµο να συζητήσουµε το αν οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο θα πρέπει να αποδίδουν κάποια ποσά αντί πνευµατικών δικαιωµάτων, γιατί µέσα από τα δίκτυά τους διακινούνται παράνοµα σε τεράστιο όγκο τραγούδια, βίντεο και ταινίες. 

Στην εποχή που εγώ έκανα τα πρώτα µου βήµατα στη µουσική, η δυσκολία ήταν να βρεις τα λεφτά και τον τρόπο να βγεις στην επιφάνεια. Σήµερα έχουµε φτάσει στο άλλο άκρο. Οποιοσδήποτε µπορεί να φτιάξει µουσική και να την προωθήσει µέσω του διαδικτύου. Αλλά και πάλι, επειδή είµαστε όλοι εκεί, ο θόρυβος πλέον είναι πολύς, όπως και η πληροφορία. Οπότε η δυσκολία είναι η ίδια. Γιατί µπορεί φαινοµενικά να κάνεις πιο εύκολα ένα τραγούδι πράξη και να το επικοινωνήσεις µε τον κόσµο, αλλά η δυσκολία από το γεγονός ότι θα πρέπει να σε ανακαλύψουν παραµένει. Συµβαίνει µερικές φορές, ακόµα και κάτι πολύ καλό, ένα τραγούδι, µια φωνή, ένας στίχος, να µη δει ποτέ το φως της δηµοσιότητας, ακόµα και σήµερα µε όλες αυτές τις ψηφιακές ευκολίες.